- περπατησιά
- ηβηματισμός, τρόπος βαδίσματος: Η αγάπη θέλει φρόνηση... θέλει λαγού περπατησιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περπατησιά — η, Ν ο χαρακτηριστικός τρόπος που περπατάει κάποιος, το βάδισμά του, ο βηματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περπάτησ α, αόρ. τού περπατώ + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
άτσαλος — η, ο (Μ ἄτσαλος, η, ον) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. άπρεπος, άκοσμος 3. βρόμικος 4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος νεοελλ. αδέξιος μσν. 1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος 2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
βάδισμα — το (AM βάδισμα) [βαδίζω] 1. το να βαδίζει κανείς 2. ο χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος, η περπατησιά … Dictionary of Greek
βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… … Dictionary of Greek
πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… … Dictionary of Greek
περιπάτημα — το, ΝΜ, και περπάτημα και πορπάτημα, Ν [περιπατώ / περπατώ] ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο περπατάει κάποιος, η περπατησιά νεοελλ. 1. το να περπατάει κανείς, το να βαδίζει πεζή, η πορεία («κουράστηκα απ το πολύ περπάτημα» 2. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
αρκουδίσιος, -ια, -ιο — αυτός που ανήκει στην αρκούδα ή έχει σχέση ή ομοιότητα μ αυτή: Την πείραζαν λέγοντας πως έχει αρκουδίσια περπατησιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)